μαιάς — μαιάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη τής μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.) 2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς η μητέρα τού Ερμού, η Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα άς] … Dictionary of Greek
Μαιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίας — μαί̱ᾱς , μαῖα good mother fem acc pl μαί̱ᾱς , μαῖα good mother fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδα — Μαιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδα — μαιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδες — Μαιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδες — μαιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάδι — Μαιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιάδι — μαιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)